Τι είναι η κυτταρολογική εξέταση μαστού με λεπτή βελόνα- FNA; Μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές;
Η κυτταρολογική εξέταση μαστού FNA είναι μια εξέταση τεράστιας σημασίας, πολύ απλή σε έμπειρα χέρια και σχεδόν ανώδυνη για τις ασθενείς. Γίνεται με μία κοινή σύριγγα με βελόνα και δεν πονάει περισσότερο από όσο μια αιμοληψία από το χέρι για τις συνήθεις εξετάσεις αίματος. Η λογική της βασίζεται στο εξής: Κάθε ύποπτο, νέο εύρημα στο μαστό, ψηλαφητό ή μη, πρέπει να ελέγχεται με παρακέντηση και κυτταρολογική εξέταση ή με core biopsy. Όταν βρεθεί ένα ογκίδιο ή όγκος, μόνο αν εξεταστούν κύτταρά του στο μικροσκόπιο μπορεί να επιβεβαιωθεί αν είναι καλόηθες ή κακόηθες.
Για να ληφθούν όμως κύτταρα του ογκιδίου, πρέπει κάτι να μπει μέσα στο ογκίδιο και να τα πάρει. Ένας τρόπος βέβαια είναι να αφαιρεθεί χειρουργικά το ογκίδιο και να εξετασθεί στο μικροσκόπιο. Χρειάζεται όμως εισαγωγή στο νοσοκομείο, εξετάσεις, νάρκωση, νοσηλεία, χρόνος και χρήμα χωρίς να υπολογίσουμε την ψυχική φθορά μίας τέτοιας δοκιμασίας. Πολύ πιο απλή, είναι μια βιοψία με λεπτή βελόνα-FNA.
Αν πρόκειται για μεγάλο όγκο δεν απαιτείται υπερηχογραφική καθοδήγηση. Απλά ο Μαστολόγος που κάνει την παρακέντηση, κατευθύνει τη βελόνα μιας κοινής σύριγγας, υπολογίζοντας να φθάσει η άκρη της μέσα στο ογκίδιο και αναρροφά κύτταρα μέσα στη σύριγγα. Αυτά απλώνονται σε ένα ειδικό γυάλινο πλακάκι και ένας άλλος ειδικός γιατρός, ο κυτταρολόγος, τα εξετάζει αμέσως στο μικροσκόπιο. Από τα χαρακτηριστικά τους μπορεί να καταλάβει αν είναι ή όχι κακοήθη. Στα μικρά ογκίδια απαιτείται η εξέταση να γίνεται με τη βοήθεια των υπερήχων, έτσι ώστε η βελόνα να μπαίνει ακριβώς μέσα στο ογκίδιο για να είμαστε σίγουροι ότι πήραμε κύτταρα από το σωστό σημείο.
Είναι αξιόπιστη η κυτταρολογική εξέταση;
Η κυτταρολογική εξέταση είναι αξιόπιστη μέθοδος όταν είναι θετική για καρκίνο, δεν ισχύει όμως και το αντίθετο. Αν δηλαδή η κυτταρολογική δείξει κακοήθη κύτταρα, τότε πρόκειται σίγουρα για καρκίνο. Αν όμως είναι αρνητική για κακοήθεια τότε δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποκλεισθεί μια τέτοια πιθανότητα. Στην περίπτωση που υπάρχει σοβαρή υποψία η εξέταση πρέπει να επαναληφθεί και η θεραπευτική αντιμετώπιση.